- γλυκοζίτης
- ο(χημ.), αιθέρας της γλυκόζης σε κρυσταλλική μορφή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ινδικάνη — Γλυκοζίτης του τύπου C14H17O6N.3Η2Ο, που βρίσκεται στα φυτά του γένους της ινδικοφόρου (είδος θάμνου της Αμερικής και της Ασίας). Είναι άχρωμη ουσία, με σημείο τήξης 57°C, διαλυτή στο νερό και αποτελεί το κύριο συστατικό του ινδικού (λουλάκι). Η… … Dictionary of Greek
κελλίνη — Γλυκοζίτης που προέρχεται από τους σπόρους του αγριομάραθου, φυτού της οικογένειας των σκιαδοφόρων, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία άμμι το βισνάγιο. Παρασκευάζεται επίσης συνθετικά και χρησιμοποιείται στη θεραπευτική (κλάδος της ιατρικής … Dictionary of Greek
κωνιφερίνη — η (βιοχ.) γλυκοζίτης τής κωνιφερυλικής αλκοόλης, που είναι κύριος γλυκοζίτης τών κωνοφόρων δένδρων … Dictionary of Greek
δαφνίνη — η 1. γλυκοζίτης που περιέχεται στη δάφνη την άλπειο 2. το τριγλυκερίδιο τού δαφνικού οξέος … Dictionary of Greek
ελικίνη — η 1. η χημική ένωση γλυκοζίτης 2. γένος γαστερόποδων μαλακίων τής οικογένειας τών ελικινιδών … Dictionary of Greek
ευπατορίνη — η κρυσταλλικός γλυκοζίτης που απαντά στό φυτό ευπατόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευπατόριον. Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στον Ξαβέριο Λάνδερερ] … Dictionary of Greek
ινδικό — Χρωστική ουσία, γνωστή επίσης με την ονομασία λουλάκι. Έχει γαλάζιο χρώμα, παράγεται από τα φύλλα της ινδικοφόρου και χρησιμοποιείται στη βαφική. Το ι. ήταν γνωστό στην Ανατολή (Ινδία, Ιάβα, Κίνα) από τους αρχαίους χρόνους, αλλά διαδόθηκε στην… … Dictionary of Greek
κουμαρίνη — Χημική ετεροκυκλική ένωση με μοριακό τύπο C9H6O2, η οποία συναντάται σε πολλά φυτά, από τα οποία παραλαμβάνεται με εκχύλιση ή συνθετικά ξεκινώντας από απλούστερες ενώσεις, κατά την αντίδραση των Μπερτανίνι Πέρκιν. Πρόκειται για στερεή,… … Dictionary of Greek
κυανογενετικός — ή, ό (βιοχ.) αυτός που αναφέρεται στην κυανογένεση («κυανογενετικός γλυκοζίτης») … Dictionary of Greek
κυκλαμίνη — η χημ. γλυκοζίτης που λαμβάνεται από διάφορα είδη τού φυτού κυκλάμινο … Dictionary of Greek